- κρατεῖται
- κρατέωto be strongpres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
NOCTUA — Hebr. Thinsemeth, tamquam stupendae et mirabilis iis scil. aviculis, quas stupore perculsas ad se convertit. Insolitâ enim eius forma reliquae aves obstupescunt: quam sic describit non illepidâ fabellâ Gregor. Nazianzenus, Carm. 22. Τὴν γλαῦκ᾿… … Hofmann J. Lexicon universale
Όμηρος — Πρόσωπο που κρατείται ως εγγύηση για την τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς από μέρους του κράτους στο οποίο ανήκει ή των πολιτών του. Η πρακτική της ομηρίας προς εξασφάλιση του σεβασμού των συνθηκών συναντάται στην αρχαιότητα, στα κράτη της Πρόσω… … Dictionary of Greek
αλλακτικός — ή, ό (ΑΜ ἀλλακτικός, ή, όν) [ἀλλάσσω] ο σχετικός με την αλλαγή ή την ανταλλαγή ή ο κατάλληλος γι αυτήν νεοελλ. (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) τα αλλακτικά ή χτικά το ποσοστό που κρατείται για την αλλαγή νομισμάτων, χρεωγράφων,… … Dictionary of Greek
εμπλουτισμός — Σειρά ενεργειών οι οποίες ασκούνται σε ένα μείγμα για να αυξηθεί το επί τοις % ποσό της χρήσιμης ουσίας, με σκοπό να γίνει δυνατή η εξαγωγή της με τις πιο απλές και οικονομικές μεθόδους. Οι πιο αξιοσημείωτοι ε. είναι οι σχετικοί με τα ορυκτά, που … Dictionary of Greek
επίλυτρος — ἐπίλυτρος, ον (Α) όμηρος που κρατείται για να καταβληθούν λύτρα για την απελευθέρωσή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λύτρον (< λύω + κατάλ. τρον, που δηλώνει όργανο)] … Dictionary of Greek
κάλυμμα — το (AM κάλυμμα) [καλύπτω] 1. σκέπασμα («κάλυμμα κρεβατιού, επίπλου» κ.λπ.) 2. σκέπασμα τού κεφαλιού, καπέλο, σκούφος 3. καθετί που περιβάλλει ή καλύπτει κάτι σαν σκέπασμα («το βαρύ κάλυμμα αθλίας νυκτός», Κάλβ.) νεοελλ. 1. (οικον.) το απόθεμα σε… … Dictionary of Greek
κράτημα — το (AM κράτημα, Μ και κράτημαν) [κρατώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κρατώ, το βάσταγμα, το πιάσιμο (α. «μέ κούρασε τόσες ώρες το κράτημα τών βιβλίων» β. «οἱ δὲ περὶ τὸ κράτημα τῆς χειρός», Πρόκλ.) 2. αυτό από το οποίο κρατάει κάποιος κάτι … Dictionary of Greek
ξυράφι — Όργανο που χρησιμοποιείται για το ξύρισμα, κυρίως του ανδρικού προσώπου. Το ξυράφι αποτελείται συνήθως από μία χαλύβδινη λεπίδα μήκους περίπου 10 εκατ. και πλάτους περί τα 2 εκατ. Ένα από τα δύο χείλη της λεπίδας έχει λειανθεί με ακόνισμα για να… … Dictionary of Greek
πρόσχημα — το, ΝΜΑ [προέχω] πρόφαση, δικαιολογία (α. «με πρόσχημα την ανεργία κλέβει συνεχώς» β. «πατήρ... σοὶ πρόσχημ ἀεὶ ὡς ἐξ ἐμοῡ τέθνηκεν», Σοφ.) νεοελλ. φρ. α) «τηρώ τα προσχήματα» ή «κρατώ τα προσχήματα» υποκρίνομαι με πειστικό τρόπο, φροντίζω να μην … Dictionary of Greek
ράβδος — η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη τού σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς… … Dictionary of Greek